ζαχαροδοχείο(ν)
Смотреть что такое "ζαχαροδοχείο(ν)" в других словарях:
ζαχαροδοχείο — το η ζαχαριέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρο * + δοχείο. Ο λόγιος τ. ζαχαροδοχείον μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικόν νεοελληνικής διαλέκτου τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
ζαχαροδοχείο — το η ζαχαριέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαχαρο- — (Μ ζαχαρο ) α συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) μοιάζει ή είναι κατασκευασμένο ή περιέχει ζάχαρη (πρβλ. ζαχαρόπετρα, ζαχαροκούλλουρο, ζαχαροδοχείο) β) είναι γλυκό σαν τη ζάχαρη (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ζαχαροθήκη — η ζαχαριέρα, ζαχαροθήκη, ζαχαροδοχείο, ζαχαροκούτι … Dictionary of Greek
ζαχαροκούτι — το ζαχαριέρα, ζαχαροδοχείο … Dictionary of Greek
σακχαροδοχείο — το, Ν το ζαχαροδοχείο, η ζαχαριέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρις + δοχείο. Η λ., στον λόγιο τ. σακχαροδοχεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek